γεώδες

γεώδες
Ευρύχωρη σφαιροειδής κοιλότητα μέσα σε πετρώματα, που τα τοιχώματά της περιβάλλονται συνήθως με κρυστάλλους κυρίως ασβεστίτη ή χαλαζία ή ακόμα δολομίτη, χαλκηδονίου, βαρύτη και άλλων ορυκτών. Μερικές φορές η κρυσταλλική αυτή επένδυση σχηματίζει πολλά συγκεντρικά στρώματα με διάφορους χρωματισμούς. Στο εσωτερικό στρώμα, πυραμίδες χαλαζία προτείνουν τις κορυφές τους προς το κέντρο, που έχει συνήθως κενό ή περικλείει κατά ένα μέρος υγρό, το οποίο υποβοηθά τον σχηματισμό των κρυστάλλων. Γεώδες χαλαζία. Γεώδες οπαλίου. Γεώδες διοπτασίου. Γεώδες με κρυστάλλους αμέθυστου (παραλλαγής χαλαζία)· τα τοιχώματα του γεώδους αποτελούνται γενικά από διάφορα ζωνώδη ορυκτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεῶδες — γεώδης earth like masc/fem voc sg γεώδης earth like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… …   Dictionary of Greek

  • πρισεΐτης — ο, Ν (ορυκτ.) γεώδες λευκό ένυδρο βορικό ορυκτό τού ασβεστίου, αλλ. πανδερμίτης …   Dictionary of Greek

  • ώχρα — Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”