- γεώδες
- Ευρύχωρη σφαιροειδής κοιλότητα μέσα σε πετρώματα, που τα τοιχώματά της περιβάλλονται συνήθως με κρυστάλλους κυρίως ασβεστίτη ή χαλαζία ή ακόμα δολομίτη, χαλκηδονίου, βαρύτη και άλλων ορυκτών. Μερικές φορές η κρυσταλλική αυτή επένδυση σχηματίζει πολλά συγκεντρικά στρώματα με διάφορους χρωματισμούς. Στο εσωτερικό στρώμα, πυραμίδες χαλαζία προτείνουν τις κορυφές τους προς το κέντρο, που έχει συνήθως κενό ή περικλείει κατά ένα μέρος υγρό, το οποίο υποβοηθά τον σχηματισμό των κρυστάλλων.
Γεώδες χαλαζία.
Γεώδες οπαλίου.
Γεώδες διοπτασίου.
Γεώδες με κρυστάλλους αμέθυστου (παραλλαγής χαλαζία)· τα τοιχώματα του γεώδους αποτελούνται γενικά από διάφορα ζωνώδη ορυκτά.
Dictionary of Greek. 2013.